- κακοβόρος
- κᾰκο-βόρος, ον,A eating bad food, Ael.NA10.29 ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοβόρος — κακοβόρος, ον (Α) (για την ίβιδα) αυτή που τρώει κακή τροφή, δηλ. φίδια και σκορπιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βορος (< βορά), πρβλ. πολυ βόρος, ωμο βόρος] … Dictionary of Greek
κακοβορώτατον — κακοβόρος eating bad food masc acc superl sg κακοβόρος eating bad food neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek